μεσοπέρδην

μεσοπέρδην
μεσοπέρδην
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσοπέρδην — και μεσοφέρδην (Α) επίρρ. (για παλαιστές) κατά τον τρόπο που ο ένας πιάνει τον άλλο από τη μέση και τον ρίχνει κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μεσοπέρδην, κωμική παραμόρωση τού μεσο φέρδην < μεσο * + φέρ δην (< φέρω) κατά τα ἄρδην, σύρδην] …   Dictionary of Greek

  • μεσοφέρδην — (Α) επίρρ. βλ. μεσοπέρδην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”